πολύθρους

πολύθρους
-ουν και πολύθροος, -οον, Α
πολυθόρυβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + θροῦς / θρόος «μουρμούρισμα, θόρυβος» (< θρῶμαι), πρβλ. ποικιλό-θρους/ποικιλό-θροος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολύθρους — clamorous masc/fem nom pl πολύθρους clamorous masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύθρουν — πολύθρους clamorous masc/fem acc sg πολύθρους clamorous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύθροον — πολύθροος clamorous masc/fem acc sg πολύθροος clamorous neut nom/voc/acc sg πολύθρους clamorous masc/fem acc sg πολύθρους clamorous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρους — ο (ΑΜ θροῡς, Α και θρόος) νεοελλ. χαμηλός αλλά συνεχής θόρυβος, το θρόισμα, το ψιθύρισμα μσν. αρχ. θόρυβος, κραυγή αρχ. 1. (για δυσαρεστημένο πλήθος) μουρμούρισμα 2. φήμη, διάδοση 3. ο μουσικός ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρέομαι. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αρχ …   Dictionary of Greek

  • πολυθρόοις — πολύθροος clamorous masc/fem/neut dat pl πολύθρους clamorous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύθροε — πολύθροος clamorous masc/fem voc sg πολύθρους clamorous masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύθροος — clamorous masc/fem nom sg πολύθρους clamorous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”